- σφαγίς
- σφαγίςsacrificial knifefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαγίς — ίδος, ἡ, Α 1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες 2. (γενικά) μαχαίρι 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς τὸ προκάρδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. λαβ ίς)] … Dictionary of Greek
σφαγίδα — σφαγίς sacrificial knife fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδας — σφαγίς sacrificial knife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδες — σφαγίς sacrificial knife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδι — σφαγίς sacrificial knife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδος — σφαγίς sacrificial knife fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίσι — σφαγίς sacrificial knife fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγίδιον — τὸ, Α [σφαγίς, ίδος] υποκορ. τού σφαγις … Dictionary of Greek